- αρματοπηγός
- ἁρματοπηγός, ο (Α)αυτός που κατασκευάζει άρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁρματοπηγός — building chariots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματοπηγόν — ἁρματοπηγός building chariots masc/fem acc sg ἁρματοπηγός building chariots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
αρματοποιός — ἁρματοποιός, ο (Α) ο αρματοπηγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek